ραβδονομώ

ραβδονομώ
-έω, Α [ῥαβδονόμος]
είμαι ραβδονόμος*, κρατώ ράβδο ως σημείο τής εξουσίας μου, είμαι λ.χ. κριτής αγώνα («μόνα δ' εὔλεκτρος ἐν μέσῳ Κύπρις ῥαβδονόμει ξυνοῡσα», Σοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”